Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο
η νοσταλγία του ανέκφραστου-σαν τη θολή,
αόριστη ανάμνηση απ΄ τη γεύση ενός καρπού,
που φαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη-και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει.
Τα μάτια σου γεμίζουν τότε από ‘να θάμπος
χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.
Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε
έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο,
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου